- χαζεύω
- χάζεψα, δαπανώ το χρόνο μου άσκοπα βλέποντας πράγματα που δε με ενδιαφέρουν άμεσα: Τον βρήκα να χαζεύει στις βιτρίνες των καταστημάτων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαζεύω — χαζεύω, χάζεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χαζεύω — Ν [χαζός] 1. γίνομαι χαζός («είσαι στα καλά σου ή χάζεψες;») 2. χάσκω, σπαταλώ άσκοπα τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος 3. (μτβ.) παρακολουθώ κάτι ή βλέπω κάποιον απορροφημένος, με μεγάλη προσοχή («καθόμουν και σέ χάζευα πολλή ώρα») 4.… … Dictionary of Greek
αναχάσκω — (Α ἀναχάσκω) νεοελλ. 1. παρακολουθώ βλακωδώς, χαζεύω 2. γελώ δυνατά αρχ. έχω το στόμα μου ανοιχτό, χάσκω … Dictionary of Greek
βλακεύω — (AM βλακεύω) [βλαξ] νεοελλ. χαζεύω, συμπεριφέρομαι σαν βλάκας αρχ. 1. είμαι βλάκας 2. καταστρέφω κάτι με την οκνηρία μου … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
κοικύλλω — (Α) χαζεύω εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλα «ρυτίδες κάτω από τα μάτια», με εκφραστικό αναδιπλασιασμό που εμφανίζουν και άλλα ρ. τού κωμικού λεξιλογίου τής καθημερινής ομιλίας τών αρχαίων] … Dictionary of Greek
κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ … Dictionary of Greek
προσκαλινδούμαι — όομαι, Α 1. καταναλώνω τον χρόνο μου, χάνω τον καιρό μου κάπου 2. συχνάζω 3. κυλιέμαι εδώ κι εκεί, χαζεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καλινδοῦμαι «περιστρέφομαι, περνώ τον καιρό μου»] … Dictionary of Greek
χάζεμα — το, Ν [χαζεύω] 1. το να γίνεται κανείς χαζός 2. μτφ. α) το να χαζεύει κανείς, να βλέπει πράγματα χωρίς ενδιαφέρον, να χάνει άσκοπα τον χρόνο του β) το να απολαμβάνει κανείς μια θέα … Dictionary of Greek
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek